θυσιαστηρίων

θυσιαστηρίων
θυσιαστήριον
altar
neut gen pl
θυσιαστήριος
sacrificial
fem gen pl
θυσιαστήριος
sacrificial
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • Φραντσεσκίνι, Μαρκαντόνιο — (Franceschini, Μπολόνια 1648 – 1729). Ιταλός ζωγράφος. Σπούδασε στην Μπολόνια με τον Τσινιάνι και το έργο του ανήκει στο πρώτο κλασικιστικό ρεύμα της μπολονιέζικης ζωγραφικής. Εργάστηκε στη Γένοβα, στη Μοντένα, στην Πλακεντία, στη Ρώμη και στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”